Στο τέλος του 1900 αρχίζει η περιορισμένη χρήση λιπασμάτων τύπου Guano (νίτρο της Χιλής) και για πρώτη φορά κυκλοφορεί στη χώρα ένα μικτό λίπασμα ΝΡΚ Γαλλικής παραγωγής τύπου 2,5-5-2. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στατιστικά στοιχεία η κατανάλωση λιπασμάτων το 1920 ήταν 5.500 τόνους, το 1930 ήταν 57.000 τόνους και το 1939 ήταν 126.000 τόνους.
Προπολεμικά δηλαδή η καλλιεργούμενη έκταση που δεχόταν λιπάσματα ήταν περίπου στο 10%, ενώ υπήρχε μεγάλη έλλειψη αζωτούχων λιπασμάτων, αφού η κατανάλωση που πραγματοποιούταν ως τότε κάλυπτε μόλις το 5% των συνολικών απαιτήσεων των καλλιεργειών. Η ουσιαστική αύξηση της κατανάλωσης λιπασμάτων στη χώρα μας αρχίζει μετά το 1950 και κορυφώνεται στη χρονική περίοδο1980 ως το 1992.
Για να μιλήσουμε όμως για τη διαχρονική κατανάλωση λιπασμάτων είναι σκόπιμο να αναφέρουμε συνοπτικά τις πολιτικές-διοικητικές και νομικές αποφάσεις που επηρέασαν την εξέλιξη στην κατανάλωση λιπασμάτων.
1.1954: Το Υπουργείο αναθέτει στην ΑΤΕ τη διάθεση των λιπασμάτων στους αγρότες
2.1973/1974: Καθιερώνεται ως τρόπος καθορισμού των τιμών της αγοράς και διάθεσης των λιπασμάτων η κοστολόγηση και η επιδότησής τους από τον κρατικό προϋπολογισμό
3.1985: Έκδοση του νόμου 1565/85 που καταργεί το παλαιό καθεστώς και καθιερώνει την εφαρμογή των οδηγιών ΕΟΚ και την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου
4.1992: Οριστική κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου και απελευθέρωση της αγοράς των λιπασμάτων
5.2003: Ρυθμίζονται με τον Κοινοτικό κανονισμό ΕΚ2003/2003 οι όροι και προϋποθέσεις παραγωγής και διακίνησης των ανόργανων λιπασμάτων
6.1995-σήμερα: Ρυθμίζεται η κυκλοφορία για τις υπόλοιπες κατηγορίες λιπασμάτων πλην των ανόργανων με εθνική νομοθεσία
Ενδεικτικά στον Πίνακα 1 αναφέρονται από το 1954 έως το 1992 η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης των κύριων θρεπτικών στοιχείων:
1.1954: Το Υπουργείο αναθέτει στην ΑΤΕ τη διάθεση των λιπασμάτων στους αγρότες
2.1973/1974: Καθιερώνεται ως τρόπος καθορισμού των τιμών της αγοράς και διάθεσης των λιπασμάτων η κοστολόγηση και η επιδότησής τους από τον κρατικό προϋπολογισμό
3.1985: Έκδοση του νόμου 1565/85 που καταργεί το παλαιό καθεστώς και καθιερώνει την εφαρμογή των οδηγιών ΕΟΚ και την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου
4.1992: Οριστική κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου και απελευθέρωση της αγοράς των λιπασμάτων
5.2003: Ρυθμίζονται με τον Κοινοτικό κανονισμό ΕΚ2003/2003 οι όροι και προϋποθέσεις παραγωγής και διακίνησης των ανόργανων λιπασμάτων
6.1995-σήμερα: Ρυθμίζεται η κυκλοφορία για τις υπόλοιπες κατηγορίες λιπασμάτων πλην των ανόργανων με εθνική νομοθεσία
Ενδεικτικά στον Πίνακα 1 αναφέρονται από το 1954 έως το 1992 η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης των κύριων θρεπτικών στοιχείων:
Πίνακας 1: Κατανάλωση ανόργανων λιπασμάτων 1954-1992
Σε τέσσερις σχεδόν δεκαετίες σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΑΑΤ η ετήσια κατανάλωση λιπασμάτων ανήλθε στους 2- 2,5 εκ. τόνους. Το διάστημα από το 1973-1992 στην Ελλάδα διακινούνται μόνο συγκεκριμένοι τύποι λιπασμάτων και κυρίως το 16-20-0, 20-10-0, 11-15-15, 12-12-12, 20-10-10, 34.5-0-0, 26-0-0, 21-0-0, 0-0-50.
Μετά το 1992, και την οριστική απελευθέρωση της αγοράς η κατανάλωση λιπασμάτων αρχίζει βαθμιαία να μειώνεται, ενώ νέοι τύποι λιπασμάτων αρχίζουν και εισέρχονται στην αγορά. Η ετήσια κατανάλωση στη δεκαετία του 2000 σταθεροποιείται στους 1-1,5 εκ. τόνους.
Ο ΣΠΕΛ από το 2007 αναπτύσσει μια καινοτόμο μέθοδο που καταγράφει την ετήσια κατανάλωση λιπασμάτων με σκοπό τη συγκρότηση μιας μοναδικής αξιόπιστης βάσης δεδομένων για τη χρήση λιπασμάτων στην Ελληνική Γεωργία. Η κατανάλωση στο διάστημα 1981-2016 παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 1.
Μετά το 1992, και την οριστική απελευθέρωση της αγοράς η κατανάλωση λιπασμάτων αρχίζει βαθμιαία να μειώνεται, ενώ νέοι τύποι λιπασμάτων αρχίζουν και εισέρχονται στην αγορά. Η ετήσια κατανάλωση στη δεκαετία του 2000 σταθεροποιείται στους 1-1,5 εκ. τόνους.
Ο ΣΠΕΛ από το 2007 αναπτύσσει μια καινοτόμο μέθοδο που καταγράφει την ετήσια κατανάλωση λιπασμάτων με σκοπό τη συγκρότηση μιας μοναδικής αξιόπιστης βάσης δεδομένων για τη χρήση λιπασμάτων στην Ελληνική Γεωργία. Η κατανάλωση στο διάστημα 1981-2016 παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 1.
Διάγραμμα 1: Διαχρονική Κατανάλωση Λιπασμάτων στην Ελλάδα (στοιχεία ΥΠΑΑΤ και ΣΠΕΛ)
Παρατηρείται ότι το διάστημα 2007-2010, με εξαίρεση το 2009 που καταγράφηκε σημαντική μείωση στην κατανάλωση (708 χιλ. τόνοι), η κατανάλωση κυμαινόταν γύρω στο 1 εκ. τόνους, με μικρή διακύμανση (στοιχεία από το αρχείο του ΣΠΕΛ). Από το 2011 αρχίζει μια έντονη και σημαντική μείωση στην κατανάλωση λιπασμάτων, που αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα το 2011 καταγράφεται η πρώτη σημαντική μείωση στην κατανάλωση λιπασμάτων της τάξης του 17% σε σχέση με το 2010. Η μείωση όμως συνεχίζεται περαιτέρω και τα επόμενα έτη, όπου το 2015 καταγράφεται η ιστορικά χαμηλότερη κατανάλωση λιπασμάτων στη χώρα, στους 689 χιλ τόνους (στοιχεία από το αρχείο του ΣΠΕΛ).
Αξίζει λοιπόν να τονιστεί ότι σε σχέση με το παρελθόν και σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του αρχείου του ΣΠΕΛ, οι αλλαγές που έχουν συμβεί είναι σημαντικές στην κατανάλωση και χρήση των λιπασμάτων στην ελληνική γεωργία και μπορούμε να πούμε ότι έχει αλλάξει έντονα ο χάρτης της κατανάλωσης λιπασμάτων στη χώρα.
Συνοψίζοντας ενώ το 1985-1992, σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΑΑΤ, η ετήσια κατανάλωση ήταν 2-2,5 εκατομμύρια τόνους, τα τελευταία πέντε χρόνια η κατανάλωση είναι στο επίπεδο των 680-760χιλ. τόνων (στοιχεία από το αρχείο του ΣΕΠΛ). Δηλαδή η ετήσια κατανάλωση λιπασμάτων σε διάστημα 25 χρόνων έχει μειωθεί περίπου κατά 70%. Αντίστοιχη μείωση έχει καταγραφεί και στις μονάδες Ν, Ρ και Κ. Ειδικότερα το 1985 οι μονάδες αζώτου ήταν 458 χιλ. τόνοι, ενώ το 2015 ήταν 164 χιλ. τόνοι, μειωμένες δηλαδή κατά 64%.
Αν θέλουμε να στοχεύσουμε στην τελευταία δεκαετία βλέπουμε ότι η κατανάλωση λιπασμάτων στη χώρα μας έχει μειωθεί 32% στο διάστημα 2007-2016. Συγκρίνοντας δε το 2010 με το 2016 παρατηρούμε ότι σε διάστημα 6 χρόνων η κατανάλωση λιπασμάτων εμφανίζει πτώση 20%. Επίσης το χρονικό διάστημα 2011-2015 τα αζωτούχα λιπάσματα μειώθηκαν σε ποσοστό 15% σε σχέση με την αντίστοιχη κατανάλωση τα έτη 2007-2010 (στοιχεία από αρχείο ΣΠΕΛ).
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η ετήσια σημαντική μείωση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια καταγράφεται σε όλους τους τύπους λιπασμάτων και σε όλες τις περιφέρειες της χώρας (στοιχεία από αρχείο ΣΠΕΛ).
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Σεπτεμβρίου του Περιοδικού Γεωργία- Κτηνοτροφία στο ένθετο για τη Λίπανση και θρέψη των φυτών