Η ορθολογική θρέψη των δέντρων της μηλιάς αυξάνει την απόδοση, ενισχύει την ποιότητα των μήλων, επιδρά στην μείωση εκδήλωσης ανωμαλιών στη φυσιολογία των καρπών (πικρή κηλίδωση, μικροκαρπία, μεταχρωματισμοί κτλ) και αυξάνει το χρόνο συντήρησής τους. Συνεπώς η σωστή θρέψη της μηλιάς αυξάνει τη διατροφική αξία των μήλων, την ανταγωνιστικότητα τους και ενισχύει τις προοπτικές για αύξηση των εξαγωγών.
Τα τελευταία χρόνια η ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγής γεωργικών προϊόντων με υψηλή διατροφική αξία και ταυτότητα, έχουν αναδείξει την καλλιέργεια της μηλιάς σε μια καλλιέργεια με έντονη δυναμική, ικανή να ανταποκριθεί στις υψηλές ποιοτικές απαιτήσεις του εγχώριου, ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καταναλωτικού κοινού. H μηλιά ως μια δυναμική καλλιέργεια, έντασης εργασίας και κεφαλαίου, κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των δενδρωδών καλλιεργειών στην Ελλάδα. Η μέση παραγωγή μήλων την περίοδο 1999-2011 ήταν 260.000 τόνους, από τους οποίους οι 32.800 τόνοι εξάγονται (1). Οι μεγαλύτερες αποδόσεις επιτυγχάνονται στις πεδινές περιοχές, όπου υπάρχει η δυνατότητα εντατικής εκμετάλλευσης και η καλύτερη ποιότητα στις ημιορεινές ή ορεινές περιοχές λόγω πιο ευνοϊκού κλίματος. Μήλα υψηλής ποιότητας παράγονται σε περιοχές του Βερμίου, Καστοριάς, της ορεινής Κρήτης, του Πηλίου, των Πιερίων, της Τρίπολης και της Φλώρινας, με σημαντικές ευρωπαϊκές και διεθνείς διακρίσεις (2).
Σε παγκόσμια κλίμακα η παραγωγή των μήλων την περίοδο 1999-2011 παρουσιάζει αυξητική τάση, με μέση ετήσια αύξηση 2,47%. Οι Ευρωπαϊκές, αλλά και οι διεθνείς αγορές συνεχώς αυξάνουν τις ποιοτικές τους απαιτήσεις τους για τα μήλα θέτοντας υψηλές προδιαγραφές. Οι ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας στην Ευρώπη είναι η Ιταλία, η Γαλλία και η Ολλανδία, αφού παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο όγκο παραγωγής μήλων και έχουν σημειώσει την μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα (ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες) σε παγκόσμιο επίπεδο την περίοδο 1999-2011 (1). Οι εξαγωγές μήλων στην Ελλάδα αυξήθηκαν την περίοδο 1999-2011 με μέσο ετήσιο ρυθμό 24,86% (Σχήμα 1) (1). Ωστόσο υπάρχουν πολλές δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της εξαγωγικής δραστηριότητας των ελληνικών μήλων, αφού υπάρχουν σημαντικές αγορές που η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να διεισδύσει. Συγκεκριμένα μελέτες έχουν δείξει ότι παρόλο που η αγορά της Γερμανίας απορρόφα τον μεγαλύτερο όγκο μήλων ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θέση των ελληνικών μήλων είναι ιδιαίτερα χαμηλή (1). Η εγγυημένη ποιότητα των ελληνικών μήλων, που επιτυγχάνεται και μέσω της σωστής θρέψης σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ταυτότητας των παραγόμενων προϊόντων μπορούν να αποτελέσουν βασικά εργαλεία για την αύξηση των εξαγωγών.
Η μηλιά είναι δέντρο κυρίως των ψυχρών και υγρών περιοχών. Ευδοκιμεί σε γόνιμα, βαθιά εδάφη, μέσης σύστασης αμμοπηλώδη, με ικανοποιητική υδατοϊκανότητα, επαρκώς εφοδιασμένα με ασβέστιο, με χαμηλή ηλεκτρική αγωγιμότητα (<1,7 mS/cm), pH 6-7,5, επαρκώς εφοδιασμένα με οργανική ουσία (>2%) και με περιεκτικότητα σε ολικό ανθρακικό ασβέστιο μικρότερη από 10% (3). Οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή και την ποιότητα της καλλιέργειας της μηλιάς, σύμφωνα με μελέτες, είναι η περιοχή όπου αναπτύσσεται, η ποικιλία και η λίπανση (4). Ειδικότερα, σχετικές έρευνες έδειξαν ότι τα θρεπτικά στοιχεία Ν, Κ και Ca είχαν ισχυρή επίδραση στην ποιοτική παραγωγή μήλων (5). Η θρεπτική κατάσταση των δέντρων, επηρεάζεται τόσο από τις απόλυτες συγκεντρώσεις των θρεπτικών στοιχείων όσο και από τις σχετικές μεταξύ τους αναλογίες στο έδαφος. Αντίστοιχα, η ποιότητα και η υψηλή θρεπτική αξία των παραγόμενων μήλων είναι συνάρτηση της περιεκτικότητάς τους σε θρεπτικά στοιχεία (6).
Η λίπανση της μηλιάς είναι απαραίτητο να στηρίζεται στην εδαφοανάλυση και στη φυλλοδιαγνωστική. Με τον υπολογισμό τόσο των αναγκών της καλλιέργειας σε θρεπτικά στοιχεία όσο και των διαθέσιμων θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος και της περιεκτικότητας των φύλλων σε θρεπτικά στοιχεία, πρέπει να προστίθενται στην καλλιέργεια οι κατάλληλες ποσότητες θρεπτικών, με τον κατάλληλο τύπο λιπάσματος, και στον κατάλληλο χρόνο για να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα.
Ο προσδιορισμός των ιδιοτήτων των εδαφών στα οποία αναπτύσσεται η μηλιά, αποτελεί βασικό εργαλείο για την αξιολόγηση των εδαφικών συνθηκών που επικρατούν, τον καθορισμό με ακρίβεια του βαθμού επάρκειας και διαθεσιμότητας των ανόργανων θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, την εκτίμηση των αναγκών λίπανσης της καλλιέργειας και συνεπώς την οργάνωση από τον παραγωγό ενός σχεδίου λίπανσης. Τα επίπεδα επάρκειας των ανόργανων θρεπτικών στοιχείων στα εδάφη για την καλλιέργεια της μηλιάς παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 (6).
Η σχέση μεταξύ της συγκέντρωσης των θρεπτικών στοιχείων στους φυτικούς ιστούς και της απόδοσης των φυτών αποτυπώνει ότι η άριστη ανάπτυξη του φυτού επιτυγχάνεται σε συγκεκριμένο εύρος συγκέντρωσης για κάθε θρεπτικό στοιχείο (Σχήμα 2). Σύμφωνα με το σχήμα 1 όταν η συγκέντρωση του θρεπτικού στοιχείου είναι κάτω από το κρίσιμο επίπεδο τότε εκδηλώνονται τροφοπενίες, μειώνεται αισθητά ο ρυθμός αύξησης των φυτών (έντονη έλλειψη) και μειώνεται η συγκέντρωση των θρεπτικών στοιχείων στους ιστούς (μέτρια έλλειψη) (6).
Αντίστοιχα για την αναγνώριση της θρεπτικής κατάστασης της καλλιέργειας και τη διάγνωση τροφοπενιών που συχνά απαντώνται στην καλλιέργεια μηλιάς συνιστάται ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης των θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα (Πίνακας 2) (5, 6). Τα τελευταία χρόνια, με την αύξηση του ενδιαφέροντος του καταναλωτικού κοινού για ποιοτικά προϊόντα, οι ανάγκες θρέψης της μηλιάς καθορίζονται και με την περιεκτικότητα του καρπού σε βασικά θρεπτικά στοιχεία (κυρίως του ασβεστίου), που αποτελούν δείκτες ποιότητας των μήλων (Πίνακας 2).
Η περιεκτικότητα του καρπού σε θρεπτικά στοιχεία καθορίζει τη θρεπτική αξία των παραγόμενων προϊόντων και τη μετασυλλεκτική τους διάρκεια, εξασφαλίζοντας στον παραγωγό μεγαλύτερες δυνατότητες διείσδυσης σε ξένες αγορές και αύξησης της ανταγωνιστικότητάς τους.
Τα θρεπτικά στοιχεία συμμετέχουν στις μεταβολικές διεργασίες των φυτών και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των καλλιεργειών και στη διασφάλιση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων, ενώ παράλληλα διατηρούν τη γονιμότητα των εδαφών μας. Αν τα δέντρα κατά την ανάπτυξή τους δεν έχουν τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία μειώνεται η ζωτικότητά τους, η αντοχή τους στις ασθένειες, οι φυτικοί ιστοί δεν αναπτύσσονται επαρκώς, με αποτέλεσμα να μειώνονται σημαντικά οι αποδόσεις, η ποιότητα των μήλων και συνεπώς το εισόδημα του παραγωγού. Η ορθολογική λίπανση δίνει αξία στην παραγωγή.
H καλλιέργεια της μηλιάς είναι ευαίσθητη στην έλλειψη θρεπτικών στοιχείων, με αποτέλεσμα η μη επάρκεια τους να εκδηλώνεται με έντονα συμπτώματα (4). Οι ανάγκες της μηλιάς σε θρεπτικά στοιχεία όπως προσδιορίζονται στα φύλλα της ποικιλίας “Delicious”, μεταβάλλονται ανάλογα την εποχή και συνεπώς τα θρεπτικά στοιχεία πρέπει να είναι διαθέσιμα στην καλλιέργεια σε όλα τα στάδια ανάπτυξής της (Σχήμα 3) (7, 8). Η αλληλεπίδραση μεταξύ των θρεπτικών στοιχείων επίσης αποτελεί βασική παράμετρο για την επιτυχία της καλλιέργειας. Συγκεκριμένα η σχέση Ν/Κ στα φύλλα της μηλιάς πρέπει να είναι περίπου 1,25/1, ενώ η αντίστοιχη σχέση Κ+Mg/Ca στους καρπούς πρέπει να κυμαίνεται περίπου στο 20 και πάντως να μην είναι μεγαλύτερη από 25 (6). Η τελευταία αυτή σχέση είναι καθοριστική για τη φυσιολογία του δένδρου και εκδηλώνεται με την ανωμαλία της «πικρής κηλίδωσης» στα μήλα (6). Μελέτες έχουν δείξει ότι στην καλλιέργεια μηλιάς το Ν, ο Ρ και το Κ συνδέονται σημαντικά με την αύξηση του βάρους του καρπού και την περιεκτικότητά του σε σάκχαρα, ασκορβικό οξύ και φαινολικά οξέα, που αυξάνουν τις αντιοξειδωτικές ιδιότητες του (9). Οι συνολικές ποσότητες θρεπτικών που συσσωρεύονται στον καρπό και συνεπώς απομακρύνονται από το έδαφος κατά τη συγκομιδή, ανάλογα με την ποικιλία, ακολουθούν την εξής σειρά: α) Gala: K> N> P> Mg =Ca> Fe> Mn> B> Cu> Zn; β) Fuji: K>N> P> Mg> Ca> Fe> B> Cu> Mn> Zn (10). Συνεπώς είναι σημαντικό να αντικαθίστανται μέσω της λίπανσης τα θρεπτικά συστατικά που απομακρύνονται από το έδαφος κατά τη συγκομιδή.
Το άζωτο επηρεάζει σημαντικά την ποσότητα της βλάστησης και την επιτυχία της καρπόδεσης. Αποτελεί βασικό συστατικό των πρωτεϊνών, των νουκλεικών οξέων, της χλωροφύλλης και συμμετέχει στο σύνολο των φυσιολογικών λειτουργιών των φυτών. Η έλλειψή του απαντάται συχνά στην καλλιέργεια της μηλιάς και εκδηλώνεται με την εμφάνιση μικρών και χλωρωτικών φύλλων, καθώς και με περιορισμό της βλάστησης και της καρπόδεσης (4). Μετασυλλεκτικά η έλλειψη αζώτου προκαλεί πρόωρο κιτρίνισμα ή/και μαλάκωμα των καρπών. Η ποσότητα της αζωτούχου λίπανσης μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικία, το μήκος της ετήσιας βλάστησης, την ποικιλία και τις εδαφικές ιδιότητες (11). Μια ποσότητα 15-20 μονάδων αζώτου ανά στρέμμα, είναι μια ενδεικτική ποσότητα για μηλιές (6). Συνιστάται να υπάρχει άζωτο στο στάδιο του ληθάργου, μετά την καρπόδεση και μετασυλλεκτικά. Η κατανομή μπορεί να γίνει ως εξής 6-7 μονάδες τον Φεβρουάριο, 6-7 μονάδες κατά τους μήνες Μάρτιο- Απρίλιο, 2-3 μονάδες κατά τους μήνες Μάιο- Ιούνιο, και 1-3 μονάδες μετά τη συγκομιδή και όχι σε όψιμες ποικιλίες (6). Γενικά μείωση 10% του προστιθέμενου αζώτου προκαλεί μείωση της συγκέντρωσης Ν στα φύλλα κατά 0,1%.
H θετική επίδραση του φωσφόρου εντοπίζεται κυρίως στην αύξηση του ριζικού συστήματος των φυτών, ενώ αυξάνει την παραγωγή και την ποιότητα των καρπών. Η έλλειψη φωσφόρου οδηγεί σε μείωση της ανθοφορίας και της καρπόδεσης, καθώς και σε μείωση της μεριστωματικής δράσης και της συγκέντρωσης των ανθοκυανίνων (4). Έρευνες έχουν δείξει ότι έλλειψη φωσφόρου στην ποικιλία ‘Golden Delicious’ οδήγησε σε μείωση του μεγέθους των φύλλων και της βλάστησης, χωρίς να εκδηλωθούν ορατά συμπτώματα τροφοπενίας φωσφόρου (12). Γενικά, η διάγνωση της έλλειψης φωσφόρου στη μηλιά είναι αρκετά δύσκολη. Τα συμπτώματα της έλλειψης φωσφόρου εμφανίζονται κυρίως με χάλκινους μεταχρωματισμούς και νέκρωση του περιθωρίου των ηλικιωμένων φύλλων, νέκρωση βλαστών και φυλλόπτωση. Οι ανάγκες της μηλιάς σε φώσφορο είναι υψηλές στην αρχή της βλαστικής περιόδου και η ενδεικτική ποσότητα που συνιστάται είναι 6-15 μονάδες P2O5, ανάλογα με τη διαθέσιμη ποσότητα Ρ στο έδαφος και την περιεκτικότητα των φύλλων σε Ρ (6). Η φωσφορική λίπανση είναι ιδιαίτερα αναγκαία στα δέντρα μικρής ηλικίας, αφού συμβάλλει καθοριστικά στην πρώιμη είσοδο σε καρποφορία.
Το κάλιο συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση της ποιότητας των καρπών και στην αύξηση της παραγωγής (6). Συγκεκριμένα, ενισχύει τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του καρπού (υφή, άρωμα, γεύση και χρώμα), βελτιώνοντας σημαντικά το ερυθρό χρώμα του φλοιού των καρπών, επίσης αυξάνει την περιεκτικότητα των καρπών σε διαλυτά στερεά, σε οργανικά οξέα, σε βιταμίνη C και την οξύτητα (4). Παράλληλα συμμετέχει σε ένα σύνολο λειτουργιών, όπως στη σύνθεση του αμύλου, στην ενεργοποίηση των ενζύμων, στο μεταβολισμό και στη μεταφορά υδατανθράκων, καθώς και στην αύξηση της αντοχής των καλλιεργειών στις ασθένειες (11). Επίσης, σημαντική είναι η συμβολή του Κ στην ανθεκτικότητα της καλλιέργειας σε αβιοτικούς παράγοντες, όπως ηλιακά εγκαύματα, ξηρασία, ψύχος κλπ. Η έλλειψη καλίου αρχικά εκδηλώνεται στο έλασμα των παλαιότερων φύλλων. Εμφανίζεται ως περιφερειακή χλώρωση, η οποία σταδιακά μετατρέπεται σε νέκρωση ενώ ταυτόχρονα μετακινείται προς το κέντρο του ελάσματος (4). Ιδιαίτερα υψηλή είναι η περιεκτικότητα των καρπών σε κάλιο, γεγονός που καθιστά την καλιούχο λίπανση ιδιαίτερα σημαντική για τη διατήρηση του ισοζυγίου των θρεπτικών τόσο στο έδαφος όσο και στους φυτικούς ιστούς του δέντρου. Συνιστάται ενδεικτικά προσθήκη 10-30 μονάδων καλίου ανά στρέμμα, ανάλογα με τα αποτελέσματα των αναλύσεων των εδαφικών δειγμάτων και των φύλλων, στο στάδιο του ληθάργου (Δεκέμβριο- Ιανουάριο) και κατά την ανάπτυξη του καρπού (Ιούνιο- Ιούλιο) (6).
Στα μηλοειδή, ο ρόλος του ασβεστίου είναι καθοριστικός για την ποιότητα και την ικανότητα συντήρησης των καρπών (4). H έλλειψη των καρπών σε ασβέστιο συνδέεται έμμεσα με την εμφάνιση συμπτωμάτων της πικρής κηλίδωσης (bitter pit), με την εσωτερική υποβάθμιση (internal breakdown) και με τη μείωση της μετασυλλεκτικής αντοχής των καρπών (4). Παράλληλα επηρεάζει καθοριστικά το χρώμα των καρπών, προσδίδοντας έντονη αξία στην παραγωγή και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματαα στον παραγωγό. Συνεπώς, αποτελεί σημαντικό δείκτη θρέψης, ενώ παράλληλα είναι ρυθμιστής πολλών λειτουργιών, όπως της κυτταρικής διαίρεσης, της αναπνοής, της επιμήκυνσης των κυττάρων κτλ (4, 6). Το ασβέστιο επίσης αυξάνει την αντοχή της καλλιέργειας σε παθογόνα και σε αβιοτικούς παράγοντες. Η έλλειψη ασβεστίου στην καλλιέργεια μηλιάς εκδηλώνεται κυρίως με συμπτώματα στους καρπούς, όπως μεταχρωματισμοί, νεκρώσεις της σάρκας, μαλάκωμα κτλ. Επίσης η περιεκτικότητα των καρπών σε ασβέστιο είναι συνάρτηση της σχέσης του με άλλα θρεπτικά στοιχεία και κυρίως με το άζωτο, το κάλιο και το μαγνήσιο (4). Για την αντιμετώπιση της έλλειψης ασβεστίου συνιστάται προσθήκη στα εδάφη ασβεστίου ή/και διαφυλλικοί ψεκασμοί με ασβέστιο. Το ασβέστιο πρέπει να είναι διαθέσιμο στη μηλιά από το στάδιο του μικρού καρπιδίου, από νωρίς την άνοιξη με την πτώση των πετάλων, μέχρι και τη συγκομιδή. Εφαρμογές μπορούν να πραγματοποιηθούν και μετασυλλεκτικά.
Το μαγνήσιο αποτελεί βασικό συστατικό της χλωροφύλλης, επηρεάζει τον μηχανισμό σύνθεσης των πρωτεϊνών και της ενεργοποίησης των ενζύμων (4). H έλλειψη μαγνησίου απαντάται αρχικά στα παλαιότερα φύλλα υπό τη μορφή πράσινης σφήνας και χλώρωσης στο έλασμα, ενώ παρατηρείται κυρίως σε χρονιές υψηλής καρποφορίας. Όταν η έλλειψη είναι εντονότερη προκαλείται νέκρωση των φυτικών ιστών. Η διαθεσιμότητα του μαγνησίου μεταβάλλεται ανάλογα με τις ιδιότητες των εδαφών και τις αλληλεπιδράσεις με τα αλλά θρεπτικά στοιχεία (4). Συνιστάται προσθήκη 6-8 μονάδων μαγνησίου/ στρέμμα, ανάλογα με τις εδαφικές ιδιότητες και την περιεκτικότητα των φυτικών ιστών σε θρεπτικά ή/και διαφυλλικοί ψεκασμοί (6).
Το θείο απαιτείται για τη σύνθεση των απαραίτητων αμινοξέων και συμβάλλει σημαντικά στη σύνθεση και σταθερότητα των πρωτεϊνών (4). Η έλλειψη θείου περιορίζει τη σύνθεση των πρωτεϊνών και συνεπώς μειώνει και καθυστερεί την ανάπτυξη του δέντρου. Η τροφοπενία θείου εκδηλώνεται αρχικά στα νεότερα φύλλα με ανομοιόμορφα χλωρωτικά χαρακτηριστικά.
Το βόριο επηρεάζει ένα σύνολο λειτουργιών και διεργασιών στην ανάπτυξη των φυτών, όπως στη γονιμοποίηση των ανθέων, στην καρπόδεση, στη μεταφορά των σακχάρων και στην ανάπτυξη του καρπιδίου στα πρώτα στάδια (4). Η έλλειψή του στην καλλιέργεια μηλιάς εκδηλώνεται με μικροφυλλία, νέκρωση βλαστών, εξωτερική και εσωτερική φέλλωση καρπών, που υποβαθμίζουν την τελική ποιότητα των μήλων. Αμμώδη εδάφη, με χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, υψηλή συγκέντρωση Ca στο έδαφος και ο ανταγωνισμός με άλλα στοιχεία (Κ, Ν, Fe) αποτελούν τις βασικές συνθήκες που ευνοούν την έλλειψη βορίου στα εδάφη. Επαρκείς ποσότητες βορίου χρειάζονται τα δένδρα στην αρχή της βλαστικής περιόδου και μέχρι 3-4 εβδομάδες μετά την άνθηση. Συνιστάται ενσωμάτωση βορίου 50-120g βόρακα /δέντρο, ανάλογα με το μέγεθος και την ηλικία του δέντρου ή 1-2 διαφυλλικοί ψεκασμοί με ειδικά σκευάσματα βορίου πριν και μετά την άνθηση (6). Σε περιπτώσεις που δεν επιτευχθεί η επιθυμητή συγκέντρωση βορίου στα φύλλα συνιστάται ψεκασμός και το φθινόπωρο με συγκέντρωση βορίου 0,3% ένα μήνα πριν την έναρξη πτώσης των φύλλων.
Έλλειψη ψευδαργύρου στις μηλιές εκδηλώνεται με μικροφυλλία, κακή καρπόδεση και καρπόπτωση, καθώς επίσης και με παραμορφώσεις στους καρπούς. Η έλλειψη Zn παρατηρείται κυρίως σε αμμώδη εδάφη, με χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, σε εδάφη με αλκαλικό pH και υψηλή περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο (11). Ο θειικός ψευδάργυρος εφαρμόζεται το χειμώνα πριν τη διόγκωση των οφθαλμών και σε συγκέντρωση 5% (6). Η αντιμετώπιση των τροφοπενιών διορθώνεται κυρίως με διαφυλλικούς ψεκασμούς την άνοιξη (6).
H έλλειψη σιδήρου στα πρώτα στάδια εμφανίζεται ως χλώρωση, με κίτρινο έλασμα μεταξύ των νεύρων, ενώ όσο αυξάνεται η έλλειψη, η χλώρωση επεκτείνεται σε ολόκληρο το φύλλο (4). Εμφανίζεται κυρίως σε αλκαλικά εδάφη και σε περιπτώσεις υψηλού ανταγωνισμού με άλλα θρεπτικά στοιχεία (11). Σε δέντρα μηλιάς με συμπτώματα έλλειψης σιδήρου συνιστάται εφαρμογή χηλικών ενώσεων σιδήρου, 10-15 ημέρες πριν την άνθηση και η ποσότητα σε δέντρα μεγάλης ηλικίας μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 150g/ δέντρο (6).
Επίσης, η μικροκαρπία από παρατηρήσεις και αναλύσεις εδαφών έχει αποδοθεί κυρίως στη μη ορθή θρέψη των δέντρων της μηλιάς (13). Συγκεκριμένα η έλλειψη καλίου, που συμμετέχει στη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης και του ψευδαργύρου, ο οποίος επηρεάζει τη διαδικασία της τάνισης μέσω της δημιουργίας αυξίνης, καθώς και η δημιουργία συνθηκών που αποτρέπουν την πρόσληψη των θρεπτικών στοιχείων, ιδίως του αζώτου θεωρούνται παράγοντες που σχετίζονται στενά με την εμφάνιση της μικροκαρπίας στη μηλιά (13).
Όπως προκύπτει από έρευνες αλλά και από τη γεωργική πρακτική η ορθολογική θρέψη των δέντρων της μηλιάς δρα καθοριστικά στην υψηλή και ποιοτική παραγωγή της καλλιέργειας. Οι εταιρείες μέλη του ΣΠΕΛ παρέχουν στον παραγωγό εξειδικευμένα προϊόντα προσαρμοσμένα στις ανάγκες θρέψης του φυτού. Τα προϊόντα λίπανσης και θρέψης των εταιρειών- μελών του ΣΠΕΛ ενσωματώνουν καινοτόμες τεχνολογίες και εστιάζουν στις ανάγκες και στη φυσιολογία του φυτού, καθώς και στην προστασία των εδαφικών και υδατικών πόρων, προσφέροντας συγκεκριμένες λύσεις για την καλλιέργεια της μηλιάς.
Ωστόσο στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του ΣΠΕΛ, παρατηρείται τα τελευταία έξι χρόνια σημαντική σταθερή μείωση της κατανάλωσης λιπασμάτων. Η συστηματική μείωση στη χρήση λιπασμάτων επιφέρει πλήθος αρνητικών επιπτώσεων στην καλλιέργεια και στα παραγόμενα προϊόντα, με κυριότερα τη μείωση της παραγωγής και την υποβάθμιση της ποιότητας των μήλων. Όταν ακολουθείται ορθολογική λίπανση κάθε ευρώ που επενδύεται για την αγορά των λιπασμάτων από τον παραγωγό αξίζει και του ανταποδίδεται σε πολλαπλάσιο βαθμό. Η ορθολογική λίπανση της μηλιάς μπορεί να αναδείξει τα συγκριτικά ποιοτικά πλεονεκτήματα της καλλιέργειας αυξάνοντας σε σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες εξαγωγών.
Βιβλιογραφία
1. FAOSTAT, www.faostat.fao.org
2. Βασιλάκης Μ. 2002, Γενική και Ειδική Δενδροκομία, Εκδόσεις Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη
3. Θέριος Ι., Δημάση- Θεριού Κ. 2013, Ειδική Δενδροκομία Εκδόσεις Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη.
4. Neilsen G.H., D. Neilsen 2003, Nutritional Requirements of Apple, Apples- Botany, Production and Uses, CABI, 267-302.
5. Nosal K., Poniedzialek W., Kropp K., Porebski S. 1990,Effectiveness of nitrogen and potassium fertilization on apple trees. Acta Horticulturae, 274: 361–364.
6. Σωτηρόπουλος Θ. 2015, Εγχειρίδιο Λίπανσης Φυλλοβόλων Δέντρων, Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός Δήμητρα, 1-22.
7. Rogers B.L., Batjer L.P., Thompson A.H. 1953. Seasonal trend of several nutrient elements in ‘Delicious’ apple leaves expressed as a percent and unit area basis. Proceedings of the American Society for Horticultural Science 61, 1–5.
8. Neilsen G.H. 1988, Seasonal variation in leaf zinc concentration of apples receiving dormant zinc. HortScience 23, 130–132.
9. Chundokova A.A., 1997. The interrelation of nutrient element contents in apple tree leaves and fruits growth, yield and quality. Acta Horticulturae (ISHS), 448: 259–259.
10. NachtigallI G.R, DechenII A.R. 2006, Seasonality of nutrients in leaves and fruits of apple trees, Scientia Agricola, 63: 493-501.
11. Σωτηρόπουλος Θ. 2014, Θρέψη και λίπανση γιγαντόκαρπων οπωροφόρων, Γεωργία και Κτηνοτροφία τεύχος 6/2014, 140-148.
12. Benson N.R., Covey R.P., Jr 1979. Phosphorus nutrition of young ‘Golden Delicious’ apple trees growing in gravel culture. Journal of the American Society for Horticultural Science 104, 682–685.
13. Χαροντάκης Ι., Παπαγιάννη Χρ., Βαΐτση Β., Τσαντήλας Χ. 2008, Το πρόβλημα της μικροκαρπίας μήλων στην περιοχή Ζαγοράς Πηλίου και η αντιμετώπισή του12ο Πανελλήνιο Εδαφολογικό Συνέδριο 24-26 Σεπτεμβρίου,59-68.
Γιαννακοπούλου Φωτεινή
Γεν. Διευθύντρια ΣΠΕΛ